- γεωμορφολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμορφολογία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τάλβεγκ — η, Ν άκλ. (γεωμορφ.) διεθνής γερμανικής προέλευσης γεωμορφολογικός όρος που είναι αντίστοιχος τής μισγάγκειας και τής συνάγκειας τών ποτάμιων κοιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Talweg < Tal «κοιλάδα» + Weg «δρόμος»] … Dictionary of Greek